Ἀγαθόπους

Ἀγαθόπους
Ἀγαθόπους, ποδος, ὁ, acc. Ἀγαθόπουν (-ποδα longer Gk. recension) Agathopus, epithet of Ῥέος (q.v.) IPhld 11:1; ISm 10:1. Freq. as name of slaves and freedpersons, s. Hdb. ad loc.; Preisigke, Namenbuch 1922; ins in RevArch 5, sér. 22, 1925, p. 363 no. 97, 2; Clem. Al., Strom. III 7, 59, 3.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αγαθόπους — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής (4ος αι. π.Χ.). Σώθηκε επίγραμμά του σε επιγραφή επιτύμβιας στήλης, που βρέθηκε στη θεσσαλία. 2. Μάρτυρας. Εορτάζεται από την Ανατ. Ορθόδοξη Εκλησία, μαζί με τον μάρτυρα θεόδουλο, στίς 4 Απριλίου. 3. Μάρτυρας …   Dictionary of Greek

  • Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • Άγιοι Δέκα — I Μάρτυρες των οποίων τη μνήμη τιμά η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία στις 23 Δεκεμβρίου. Μαρτύρησαν κατά τον διωγμό του Δεκίου στη Γόρτυνα της Κρήτης το 250. Από αυτούς πήρε το όνομά του το χωριό Ά.Δ. και o βυζαντινός ναός που χτίστηκε στη θέση που… …   Dictionary of Greek

  • АГАФОПОД — [греч. ̓Αγαθόπους доброногий], сщмч. Солунский (пам. 5 или 4 апр.) см. Феодул и Агафопод, мученики …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”